Η Ολυμπιακή-Αθλητική παιδεία εξετάζεται ως μια νέα προοπτική της αθλητικής εκπαίδευσης. Μέχρι πρόσφατα επικρατούσε η άποψη ότι εάν ένα παιδί ασχοληθεί από μικρό με τον αθλητισμό και μυηθεί σε αυτόν θα διαμορφώσει θετική στάση απέναντι στη φυσική αγωγή. Η υπόθεση αυτή, παρότι είναι γενικότερα σωστή, αφορά μόνο τη διαμόρφωση στάσεων έναντι της σωματικής άσκησης και όχι αναφορικά με την ηθική και τη δεοντολογία των σπορ (Γκιόσος , Ι. 2000, 35).
Από τη δημοσίευση του άρθρου των Ogilvie & Tutko (1971) με τίτλο «Αθλητισμός: Αν θέλεις να οικοδομήσεις χαρακτήρα, δοκίμασε κάτι άλλο», μια σειρά από εμπειρικές μελέτες, που χρησιμοποιούν διαφορετικές ψυχολογικές προσεγγίσεις και ερευνητικές μεθόδους, έχουν δημοσιευτεί. Σχεδόν χωρίς εξαίρεση, αυτές οι μελέτες έχουν συνοψιστεί από τους Shields & Bredemeier (1995, 109-131; 173-192), οι οποίοι και δικαίωσαν τη δήλωση των Ogilvie & Tutko. Από ότι υποστηρίζεται στις μελέτες αυτές, ο αθλητισμός από μόνος του δεν είναι ικανός να βοηθήσει στην ηθική ανάπτυξη των νέων.
Η ενασχόληση με τον αθλητισμό δεν προάγει κατ’ ανάγκη τις αξίες της εντιμότητας και του αθλητικού πνεύματος. Μια σειρά από έρευνες έχουν αποδείξει ότι η συμμετοχή και η ενασχόληση με τον αθλητισμό γενικότερα, είναι πιθανόν να ενθαρρύνει μια εγωκεντρική ή και επιθετική νοοτροπία. Χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι τα έκτροπα που προκαλούν πολλοί από τους θεατές, ή η αντιαθλητική συμπεριφορά αθλητών ακόμη και υψηλού επιπέδου στα γήπεδα.
Στα τέλη της δεκαετίας του 1980, υπήρξε προβληματισμός από το Ολυμπιακό Κίνημα για την αντιμετώπιση των αντιαθλητικών φαινομένων. Τότε, ξεκίνησε βαθμιαία η ίδρυση εθνικών επιτροπών για την προώθηση του «Αθλητικού Πνεύματος» και δημιουργήθηκαν τα πρώτα προγράμματα Ολυμπιακής παιδείας.
Αργά, αλλά σταθερά η Ολυμπιακή παιδεία ως γνωστικό αντικείμενο βρήκε ανταπόκριση σε διεθνές επίπεδο από σπουδαστές και ερευνητές του Ολυμπισμού και άλλους πνευματικούς ανθρώπους, οι οποίοι συμφώνησαν ότι: «αν στα εκπαιδευτικά προγράμματα των σχολείων όλων των κρατών του κόσμου, από τα στοιχειώδη μέχρι τα ανώτατα, καθιερωθεί η διδασκαλία του Ολυμπισμού, τότε οι νέες γενιές της ανθρωπότητας θα γνωρίσουν μια νέα εποχή ζωής» (Δόξας Τ., 1976, 107).
Σήμερα, όλο και περισσότεροι διεθνείς αθλητικοί και εκπαιδευτικοί οργανισμοί στηρίζουν την αναγκαιότητα της εκπαιδευτική επένδυσης του αθλητισμού.
“Όπως η έλλειψη ανοχής γεννιέται από την άγνοια και την παρανόηση, η ανοχή είναι αποτέλεσμα της γνώσης και της κατανόησης. Αυτό συνεπάγεται ότι το σημείο εκκίνησης για όλες μας τις δραστηριότητες θα έπρεπε να είναι μεταξύ των νέων: στην αίθουσα διδασκαλίας, στην αθλοπαιδιά, στα σωματεία και στο σπίτι. Τα σχολεία θα πρέπει να ενθαρρυνθούν για να διδάξουν στους μαθητές την αθλητική δεοντολογία από μικρή ηλικία και οι εκπαιδευτικοί, μεταξύ των οποίων και οι Καθηγητές Φυσικής Αγωγής θα πρέπει να ενισχυθούν για να σχηματίσουν κατάλληλο υλικό προς διδασκαλία”.(Συμβούλιο της Ευρώπης, 1996).
Η παρούσα μελέτη έχει ως σκοπό να εξετάσει αυτήν την παραδοχή. Να διερευνήσει δηλαδή τη σκοπιμότητα της καθιέρωσης της Ολυμπιακής παιδείας στη σχολική πράξη για την ανάπτυξη κατάλληλων εκπαιδευτικών στρατηγικών, τεχνικών και μεθόδων, που επιτυγχάνουν την διαπαιδαγώγηση των παιδιών και των νέων στις βασικές αθλητικές αξίες.
Ξεκινώντας με αυτήν την υπόθεση (θεωρητικό εργαλείο της έρευνας), η παρούσα εργασία επιχειρεί να αποδείξει την ωφελιμότητα της καθιέρωσης της Ολυμπιακής παιδείας στο εκπαιδευτικό σύστημα, ιδιαίτερα όσον αφορά τη διαμόρφωση τρόπων σκέψης και ενέργειας, διαθέσεων, προσανατολισμών και στάσεων αναφορικά με τις αθλητικές αξίες.
Εκτός όμως από τον παραπάνω σκοπό, η έρευνα υπηρετεί δύο ακόμη επιμέρους ειδικούς στόχους:
Ο πρώτος σημαντικός ειδικός στόχος είναι να διαγνώσει την αρτιότητα των εφαρμοσμένων προγραμμάτων Ολυμπιακής παιδείας διεθνώς, τα πλεονεκτήματα και τις αδυναμίες τους. Για το λόγο αυτό, εξετάζεται το θεωρητικό πλαίσιο μέσα στο οποίο εφαρμόστηκαν και εφαρμόζονται διεθνώς προγράμματα Ολυμπιακής εκπαίδευσης.
Εξετάζονται οι υποθέσεις στις οποίες βασίστηκε η ανάπτυξή τους και διερευνάται σε ποιο βαθμό ο κύριος σκοπός και οι ειδικοί στόχοι τους επιτεύχθηκαν.
Ο δεύτερος και σημαντικότερος στόχος είναι η εξεύρεση προτάσεων για να ριζώσει αποτελεσματικά η Ολυμπιακή παιδεία στο Ελληνικό εκπαιδευτικό σύστημα, αλλά και να βελτιωθεί η εφαρμογή του υπάρχοντος προγράμματος. Γι΄ αυτό, μελετάται ιδιαίτερα η εφαρμογή του εθνικού προγράμματος Ολυμπιακής και Αθλητικής παιδείας σε όλες τις βαθμίδες εκπαίδευσης (ως προς τις μεθόδους διδασκαλίας, τις διδακτικές αρχές, τα επιμορφωτικά σεμινάρια, τα μαθησιακά αποτελέσματα, το μαθησιακό παιδαγωγικό κλίμα και το εκπαιδευτικό υλικό).
Επίσης, αναλύονται οι εκπαιδευτικές του προεκτάσεις, ιδιαίτερα όσον αφορά την εκμάθηση στάσεων και συμπεριφορών σε σχέση πάντοτε με την αθλητική δεοντολογία.
Επιπλέον, κάθε ένα από τα ερωτήματα, που προέκυψαν κατά τη διαδικασία της μελέτης, είναι δυνατόν να θεωρηθούν και ως επιμέρους ειδικοί στόχοι της έρευνας. Έχουν όμως μικρότερη βαρύτητα καθώς υπηρετούν τον ερευνητικό σκοπό και τους ανωτέρω ερευνητικούς στόχους.
Τα αποτελέσματα της ερευνητικής εργασίας για κάθε έναν από τους επιμέρους ειδικούς στόχους αλληλοσχετίζονται μεταξύ τους ώστε να επιτυγχάνεται η ενιαία παρουσίαση των αποτελεσμάτων της ερευνητικής εργασίας στα συμπεράσματα, την κριτική προσέγγιση και στις προτάσεις της διατριβής.
ΠΡΟΣΟΧΗ: “Το ερωτηματολόγιο του μαθήματος θα εμφανιστεί μετά την ανάγνωση της τελευταίας ενότητας και οι απαντήσεις θα σταλούν με email στην διδάσκουσα του μαθήματος”