Πρόλογος
Είναι το μέτρο Γης που καλλιεργείται μέσα στην ορθόδοξη παράδοση της άσκησης και της νήψης, ώστε ο αλαζονικός νους που ψηλώνει σαν κυπαρίσσι, να πλαισιώνεται και να βρίσκει ξανά το στόχο του: Την Αλήθεια στο Πρόσωπο του αναστημένου Κυρίου.
Το ζήτημα λοιπόν, δεν είναι η απελπισία μπροστά στον επικείμενο θάνατο που περιμένει κάθε σώμα πλασμένο, σαν φυσικός προορισμός αφανισμού από την ώρα που θα γεννηθεί.
Η Μνήμη Θανάτου είναι το μεταίχμιο, η θύρα αλλαγής από έναν κόσμο (αυτόν τον πανέμορφο γήινο φθαρτό ωστόσο, χοϊκό) σε έναν άλλον κόσμο των Αγίων και του Θεού.
Σαν πέρασμα το όριζε ο π. Πορφύριος, από την κουραστική κουζίνα με τις ατέλειωτες εργασίες καθημερινά, στον φωτεινό χώρο του σαλονιού. Χώρος ανάπαυσης και ευχαρίστησης, αμεριμνησίας, όπου πίνει ο άνθρωπος με απλότητα το καφεδάκι του, για να ηρεμήσει και να μαζέψει τον νου του.
Η σκέψη στην φθορά και τον αφανισμό της ύλης, στην μετά ποίηση της, μας ενδιαφέρει, μας αφορά σαν τρόπος άσκησης που θα μπορούσε να φέρει ποιότητα ζωής στην σκέψη, στο παρόν, να του δώσει έκταση, ένταση και όγκο.
Μακάριος αυτός που με πληρότητα πνεύματος ζει την κάθε του στιγμή, μέσα στην ημέρα, αυτός που δεν ξεχνά τον Θεό Δημιουργό. Η μνήμη θανάτου καλλιεργείται για να μπορέσει ο άνθρωπος να συλλάβει το νόημα της φάτνης, που διάλεξε ο Χριστός με τρόπο ανατρεπτικό για να γεννηθεί.
Η ενανθρώπιση σαν ρωγμή μέσα στον ιστορικό χρόνο, ώστε να έχει πρόσβαση ο θνητός άνθρωπος στην αιωνιότητα, στο πέραν του χρόνου. Εμποδίζεται στην εποχή μας την καταναλωτική, από τα μπιχλιμπίδια τα κινέζικα και τα πολλά γλυκά και τις ανούσιες τυπικές ευχές των ημερών στην προσπάθεια, να γεμίσει το τεράστιο κενό της ψυχής και η αμηχανία της.
Αντίθετα, καλλιεργείται εκούσια, συστηματικά με την μνήμη θανάτου, ώστε να αποφεύγει ο άνθρωπος τον νοσηρό «τρόμο που παραλύει», όπως επισημαίνει ο Ιωάννης ο Σιναΐτης στην Κλίμακα: «πως θα χάσω αυτό το σώμα, αυτό το πρόσωπο που με τόση φροντίδα και περιποίηση θαυμάζω καθημερινά στον καθρέφτη μου και στο φαντασιωμένο βλέμμα το δικό μου και του άλλου»!
Μένει μόνο η μνήμη του θανάτου (χωρίς τον τρόμο), ώστε ο άνθρωπος να μπορεί, να μην χάνει τον στόχο που είναι η καθαρότητα της καρδιάς, η λευτεριά απ’ όλα τα πάθη και τις εξαρτήσεις, κάθε είδους, από την ύλη, από τις σχέσεις, από τις καταστάσεις. Στο μέτρο του ο καθένας αγωνίζεται για να πετύχει «πνεύμα ανάλαφρον».
Αυτός που κοιτάζει τον θάνατο κατάματα καθημερινά, χωρίς μοιρολατρεία και εξορκισμό, αναγκαστικά εκτιμά ό,τι του δίνει ο Θεός, εκτιμά και βλέπει με άλλο μάτι τους ανθρώπους που τον περιβάλλουν και φιλοσοφεί τις δυσκολίες και τις κακοτυχίες με βλέμμα αποστασιοποιημένο.
Η Μνήμη Θανάτου «ισοπεδώνει», ό,τι ψηλώνει, ό,τι γυαλίζει, ό,τι υπερβάλλει, ό,τι και όποιον αδημονεί, ό,τι πλανεύει, γοητεύει το μάτι. Αποκαθιστά την διπλωπία του νου, τον διχασμό του, το δίψυχο του ανθρώπου, με το ένα μάτι στον Θεό και με το άλλο στην ματαιότητα της κάθε απολαυστικής σκέψης… πριν γίνει πράξη.
Γίνεται το μέτρο για την ποιότητα. Καθίσταται «ομοιοπαθητικός τρόπος», ώστε να αντιμετωπίσει ο σημερινός άνθρωπος της τεχνολογίας την ψευδαίσθηση ελέγχου και παντοδυναμίας που του διαφεύγει, σαν να ήταν Θεός! Έτσι καμμία επερχόμενη επιδημία και πανδημία δεν μπορεί να ξαφνιάσει. Όλα τα επιτρέπει ο παντεπόπτης, που ποτέ δεν εγκαταλείπει, κυρίως όταν παιδαγωγεί, τότε είναι περισσότερο Παρών!
Η Μνήμη Θανάτου πολεμά τον φόβο θανάτου καλλιεργώντας την αγάπη για τον Υπέροχο δημιουργό και τα δημιουργήματά Του στις σχέσεις με τον άλλο άνθρωπο, την κοινωνία Θεού και ανθρώπων, εδώ και τώρα, την συγκεκριμένη στιγμή.
Στόχος δεν είναι ο φόβος, αλλά η ποιότητα καθημερινά (αυτό που θ’ αποκαλούσαμε ατέρμον βάθος μετανοίας και αλλαγής), ώσπου να γίνει η καρδιά σπήλαιο φάτνης, να γίνει αγάπη με τον διπλανό άνθρωπο βίωμα μόνιμο, με επιείκεια και συγχωρητικότητα, έγνοια φιλότιμη γι’ αυτόν.
Μετατοπίζεται το βάρος από το ανούσιο και περιττό στο απολύτως προσαρμοσμένο λιτό και απέριττο, το απλό, το μεγάλο ζητούμενο. Σκεπτόμενος τον επερχόμενο, θάνατό μου, μόλις ανοίγω τα μάτια μου το πρωί, μπορώ να ευχαριστήσω για το φως της μέρας, το σκοτάδι της νύχτας που θα ξανάρθει για να με αναπαύσει, τους διπλανούς που είναι η προοπτική συντροφιάς και γενικά όλα όσα έδωσε με Σοφία και απλοχεριά καρδιάς ο Θεός.
Μπροστά στον θάνατο όλα γίνονται όμορφα, σημαντικά. Μπορώ να νιώσω πως δεν υπάρχει θάνατος, δεν υπάρχει κατατετμημένος χρόνος παρά μόνο αιωνιότητα.
Όλη η Πίστη μας έχει αφετηρία και κατάληξη την αιωνιότητα. Δεν υπάρχει θάνατος δεν χωράει στην εν Χριστώ αντίληψη πραγμάτων. Υπάρχει μόνο ο θάνατος της αμαρτίας που διεξοδικά αναπτύσσεται και αντιμετωπίζεται θεραπευτικά μέσα από τα εκκλησιαστικά μυστήρια.
Γίνεται η Μνήμη Θανάτου ο τρόπος για μετάνοια, δεν ξεχνώ την τελική κρίση μπροστά στον θρόνο του δικαίου Κριτή όλου του κόσμου, όταν θα ερωτηθώ για ό,τι υπήρξα επί γης, έτσι ώστε να φιλοτιμούμαι εδώ και τώρα, να αγωνίζομαι όσο μπορώ, να πέφτω και να ξεσηκώνομαι, με αέναη δοξολογία για την ομορφιά του κόσμου που απλώνεται μπροστά μου για την αγάπη και την συγχωρητικότητα του Πατέρα Θεού.
Να Του μοιάσω, είναι το ζητούμενο. Αυτή είναι η μόνη μου εργασία στο εδώ και τώρα, η εκτίμηση και το φιλότιμο. Η εν Χριστώ χαρά. Το αύριο το έχει ο Θεός.